Μεγάλη Παρασκευή. Η κορύφωση του Θείου Πάθους. Ακούγαμε όλη μέρα τις καμπάνες να χτυπούν πένθιμα. Ημέρα πένθους για όλους τους Χριστιανούς. Ο ουρανός πάντα είναι συννεφιασμένος («Σήμερα μαύρος ουρανός…»), αφού και η φύση συμπάσχει με το Σταυρωμένο Ιησού. Πολλοί είναι εκείνοι που σήμερα δεν τρώνε απολύτως τίποτα ή πίνουν ξίδι σε ανάμνηση του «όξους» που επότισαν οι στρατιώτες τον Χριστό. Νεαρά κορίτσια στόλιζαν τον Επιτάφιο ψάλλοντας το «Μοιρολόι της Παναγίας». Όλοι περιμέναμε να ακούσουμε τα κατανυκτικά εγκώμια και να συνοδεύσουμε με λαμπάδες αναμμένες την Περιφορά του Επιταφίου. Το «Μοιρολόι της Παναγίας» όμως τραγουδιόταν από γυναίκες και το βράδυ της Μ. Πέμπτης μετά από 12 Ευαγγέλια και τη Σταύρωση του Κυρίου. Φέτος όλα γίνονται κάπως διαφορετικά ως προς τους εξωτερικούς τουλάχιστον τύπους. Ευχή κάνουμε το έλλειμμα αυτό να αντισταθμιστεί από τη θερμή νοερή συμπόρευσή μας με τον Ιησού προς Το Εκούσιον Πάθος και την εγκάρδια συμμετοχή μας στον θρήνο της Παναγίας Μητέρας Του.

Το μοιρολόι της Παναγίας είναι δημοτικό τραγούδι και πιο συγκεκριμένα παραλογή (πολύστιχο αφηγηματικό ποίημα με επικολυρικό-δραματικό χαρακτήρα) που συναντιέται με πολλές παραλλαγές σε όλη την Ελλάδα. Κυριαρχεί σε αυτό ο θρήνος της Παναγίας Μητέρας του Ιησού, εξιστορούνται όμως και κάποια γεγονότα.
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα.
Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταρασμένοι
για να σταυρώσουν το Χριστό των Πάντων Βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
Να κάνει Δείπνο Μυστικό για να τον λάβουν όλοι.
Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της
Τας προσευχάς της έκανε για τον Μονογενή της.
Φωνή ηκούσθη εξ ουρανού κι απ’ Αρχαγγέλου στόμα:
-Σώνουν κυρά μου οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες
και τον υιό σου πιάσανε και στον χαλκιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τας αυλάς εκεί τον τυραννάνε.
-Χαλκιά, χαλκιά, φτιάξε καρφιά, φτιάξε τρία πιρόνια
Κι εκείνος ο παράνομος βαρεί και φτιάχνει πέντε.
-Σύ, φαραέ, που τά ΄φτιαξες πρέπει να μας διδάξεις.
-Βάλτε τα δυο στα πόδια του, τ’ άλλα τα δυο
στα χέρια, το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το
στην καρδιά του, να τρέξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.
Η Παναγιά που τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθη.
Σταμνί νερό της ρίξανε τρία σταμνάκια μόσχο.
Και τρία μυροδόσταμνα να έρθει ο λογισμός της.
Και σαν της ήρθε ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της,
ζητάει μαχαίρι να σφαχτεί, φωτιά να πα΄ να πέσει ,
γκρεμό να πάει να γκρεμιστεί για το Μονογενή της.
Παίρνει τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Και το στρατί την έβγαλε μπρος στου Πιλάτ΄την πόρτα.
-Άνοιξε πόρτα του ληστού και πόρτα του Πιλάτου!
Κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Κοιτάει δεξά κοιτάει ζερβά βλέπει τον Άγιο Γιάννη.
-Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και Βαπτιστά του γιου μου,
μην είδες το παιδάκι μου, μην είδες τον υιόν μου;
-Βλέπεις εκείνον τον γυμνό τον παραπονεμένο,
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο;
Εκείνος είν΄ο γιόκας σου κι εμέ διδάσκαλός μου.
Η Παναγιά πλησίασε, γλυκά τον ερωτούσε:
-Δε μου μιλάς, παιδάκι μου, δε μου μιλάς, παιδί μου;
-Τι να σου πω, μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις;
Μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά στο μεσονύχτι
που θα λαλήσει ο πετεινός, σημάνουν κι οι καμπάνες
σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά το μέγα μοναστήρι,
τότε κι εσύ μανούλα μου θα ΄χεις χαρά μεγάλη.
Όποιος τ΄ακούει χαίρεται κι όποιος το δει αγιάζει
κι όποιος τ΄ αφουγκραστεί καλά Παράδεισο θα λάβει
Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο.
(Παραλλαγή από το Πήλιο, Αικατερίνη Βρυσσά )

Άγνωστος είναι ο συγγραφέας του ποιήματος αυτού, αλλά τα πολλά χειρόγραφα που έχουν σωθεί σε όλη την Ελλάδα, στην Κάτω Ιταλία, στον Πόντο και στην Κύπρο φανερώνουν τη μεγάλη διάδοση, τη δημοτικότητα αλλά και τις πολλές ομοιότητες ανάμεσα στις παραλλαγές του τραγουδιού.

Το «Μοιρολόγι της Παναγίας» παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά με βυζαντινά κείμενα όπως το Κοντάκιο του Ρωμανού «εις τον θρήνον της Θεοτόκου» (αρχές του 6ου αι.), τα Σταυροθεοτόκια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’ (9ος αι.) και τη χριστιανική τραγωδία « Χριστός Πάσχων». Επίσης πολλά στοιχεία δανείστηκε ο λαϊκός ποιητής από τα Εγκώμια και το Ευαγγέλιο. Π.χ. Γιόκα μου πού είν’ τα κάλλη σου, Πού είν’ η ομορφιά σου; («Ω Γλυκύ μου Έαρ, γλυκύτατό μου Τέκνον πού έδει σου το κάλλος;»)
Και τώρα εσείς θα μπορούσατε από τους παππούδες σας να ακούσετε κι άλλη παραλλαγή και θα χαιρόμασταν πολύ να μας την στείλετε.
Καλή Ανάσταση!


